- καλοκοιτώ
- καλοκοιτάω / καλοκοιτώ, καλοκοίταξα βλ. πίν. 64
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καλοκοιτάζω — και καλοκοιτῶ, άω (Μ καλοκοιτάζω) παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεχτικά νεοελλ. 1. βλέπω κάποιον με ενδιαφέρον ή με επιθυμία, τόν γλυκοκοιτάζω 2. ενδιαφέρομαι, μεριμνώ για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον … Dictionary of Greek
καλοκοιτάζω — καλοκοιτάζω, καλοκοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. καλοκοιτάω / καλοκοιτώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοκοιτάω — / καλοκοιτώ, καλοκοίταξα βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοκοιτάζω — και καλοκοιτάω και καλοκοιτώ καλοκοίταξα, καλοκοιτάχτηκα, καλοκοιταγμένος 1. παρατηρώ κάτι καλά: Τον καλοκοίταξε τον άρρωστο και δεν του βρήκε τίποτα. 2. καλοβλέπω, γλυκοκοιτάζω: Την καλοκοιτάζει την κόρη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)